- ἐπαινέται
- ἐπαινέτηςpraisermasc nom/voc plἐπαινέτᾱͅ , ἐπαινέτηςpraisermasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπαινεταί — ἐπαινετός to be praised fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαινέτης — ἐπαινέτης, ο (θηλ. ις) (AM) [επαινώ] 1. αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή κάτι («ἐπαινέται δικαιοσύνης», Πλάτ.) 2. αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, ραψωδός («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς ἐπαινέτης», Πλάτ.) 3. οπαδός, μαθητής, θιασώτης… … Dictionary of Greek